- ρεμπούμπλικα
- ρεμπούμπλικα, η και ρεπούμπλικα, η(λ. ιταλ.), αντρικό καπέλο πλατύγυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεμπούμπλικα — η, και ρε(μ)πούμπλικο, το, Ν ανδρικό καπέλο με γύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. repubblica (βλ. λ. ρεπουμπλικάνος)] … Dictionary of Greek
ρεπούμπλικα — η βλ. ρεμπούμπλικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)